βάζω
[ˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έβαλα; βάλθηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
  -    βάζω τοποθετώ
-   anziehenβάζω ρούχαβάζω ρούχα
-   aufsetzenβάζω καπέλο, γυαλιάβάζω καπέλο, γυαλιά
-   auftragenβάζω χρώμα, κρέμα, μεικάπβάζω χρώμα, κρέμα, μεικάπ
-   einsetzenβάζω δυνάμειςβάζω δυνάμεις
-   setzenβάζω σκοπόβάζω σκοπό
-   auflegenβάζω σιντίβάζω σιντί
-   hinzufügenβάζω υλικάβάζω υλικά
-   einschenkenβάζω κρασίβάζω κρασί
-   aufgebenβάζω αγγελίαβάζω αγγελία
-   auflegenβάζω ξύλα στη φωτιάβάζω ξύλα στη φωτιά
-   anlegenβάζω χειροπέδεςβάζω χειροπέδες
