„φωτιά“: θηλυκό φωτιά [foˈtja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Feuer, Brand Feuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n φωτιά φωτιά Brandαρσενικό | Maskulinum, männlich m φωτιά πυρκαγιά φωτιά πυρκαγιά ejemplos παίρνω ή αρπάζω ή πιάνω φωτιά Feuer fangen, in Brand geraten παίρνω ή αρπάζω ή πιάνω φωτιά βάζω φωτιά Feuer legen βάζω φωτιά βάζω φωτιά σε in Brand stecken βάζω φωτιά σε βάζω φωτιά σε μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ hetzen βάζω φωτιά σε μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ φωτιά σε σπίτι Hausbrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m φωτιά σε σπίτι ocultar ejemplosmostrar más ejemplos