καλώδιο
[kaˈloðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kabelουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαλώδιο ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρκαλώδιο ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ