βενζίνη
[venˈzini]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Benzinουδέτερο | Neutrum, sächlich nβενζίνηβενζίνη
- Spritαρσενικό | Maskulinum, männlich mβενζίνη οικείο | umgangssprachlichοικβενζίνη οικείο | umgangssprachlichοικ
ejemplos
-
- απλή βενζίνηNormalbenzinουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αμόλυβδη βενζίνηbleifreie(s) Benzinουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos