„sein“: intransitives Verb seinintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <ist; war; gewesen; Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) είμαι, υπάρχω είμαι sein sein υπάρχω sein existieren sein existieren ejemplos es sei denn, dass … έκτος αν … es sei denn, dass … lass das sein! σταμάτα το! lass das sein! sei es auch nur … έστω και … sei es auch nur …
„sein(e, -es)“: Possessivpronomen seinPossessivpronomen | κτητική αντωνυμία poss pr <3.Singular | ενικός sg> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) του, δικός του, δική του, δικό του του sein(e, -es) sein(e, -es) (ο) δικός του, (η) δική του, (το) δικό του sein(e, -es) betont sein(e, -es) betont
„Sein“: Neutrum, sächlich SeinNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ύπαρξη, είναι ύπαρξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Sein είναιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sein Sein