αργώ
[arˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich verspätenαργώ καθυστερώαργώ καθυστερώ
- geschlossen bleibenαργώ κατάστημααργώ κατάστημα