„ψόφιος“ ψόφιος [ˈpsofjos], ψόφια, ψόφιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verendet, krepiert, todmüde, kaputt verendet, krepiert ψόφιος για ζώα ψόφιος για ζώα todmüde (από vor+δοτική | +Dativ +dat) ψόφιος για πρόσωπο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ kaputt ψόφιος για πρόσωπο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ψόφιος για πρόσωπο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ