página 17 por letra Κ
- καταληκτικός
- καταληπτός
- καταληψίας
- καταλληλότητα
- καταλογίζω
- καταλογισμός
- καταλύτης
- καταλύω
- καταμέτρηση
- καταμαράν
- καταμερισμός
- καταμεσήμερο
- καταμετρώ
- καταμουσκεύω
- κατανάλωση
- κατανέμω
- κατανίκηση
- καταναγκάζω
- καταναγκασμός
- καταναγκαστικός
- καταναλωτής
- καταναλωτικός
- καταναλώνομαι
- καταναλώνω
- καταναλώτρια
- κατανεμητής
- κατανοησιμότητα
- κατανοητός
- κατανομή
- κατανοώ
- καταντώ
- κατανυκτικός
- κατανόηση
- καταξοδεύομαι
- καταπάτηση
- καταπέλτης
- καταπίεση
- καταπίνω
- καταπακτή
- καταπατώ
- καταπιάνομαι
- καταπιέζω
- καταπιεστικός
- καταπλέω
- καταπλήσσομαι
- καταπλήσσω
- καταπλακώνω