„καταπατώ“: μεταβατικό ρήμα καταπατώ [katapaˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) mit Füßen treten, niedertreten, verletzen mit Füßen treten καταπατώ καταπατώ niedertreten καταπατώ άνθρωπο καταπατώ άνθρωπο verletzen καταπατώ νόμο, δικαιώματα καταπατώ νόμο, δικαιώματα