καταλογίζω
[kataloˈjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unterstellen, zur Last legen (σε κάποιον jemandem)καταλογίζωκαταλογίζω
- anrechnenκαταλογίζω σημειώνω εις βάρος κάποιουκαταλογίζω σημειώνω εις βάρος κάποιου