καταμεσήμερο
[katameˈsimero]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mittagαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταμεσήμεροκαταμεσήμερο
ejemplos
- στο καταμεσήμεροgerade in der Mittagsstunde