„κατανέμω“: μεταβατικό ρήμα κατανέμω [kataˈnemo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einteilen, verteilen einteilen, verteilen κατανέμω κατανέμω