καταμερισμός
[katamerizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Teilungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταμερισμόςκαταμερισμός
ejemplos
- καταμερισμός εργασίαςArbeitsteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f