„καταμετρώ“: μεταβατικό ρήμα καταμετρώ [katameˈtro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) vermessen, auszahlen vermessen καταμετρώ έκταση, αντικείμενο καταμετρώ έκταση, αντικείμενο auszahlen καταμετρώ ψήφους καταμετρώ ψήφους