„κατανοώ“: μεταβατικό ρήμα κατανοώ [katanoˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verstehen, begreifen verstehen, begreifen κατανοώ κατανοώ