„einer“: Artikel | Femininum, weiblich einerArtikel | άρθρο artFemininum, weiblich | θηλυκό f <Genitiv | γενικήgenSingular | ενικός sg> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μίας, μιας, σε μία/μια μίας, μιας einer einer σε μία/μια einer Dativ | δοτικήdatSingular | ενικός sg einer Dativ | δοτικήdatSingular | ενικός sg
„Einer“: Maskulinum, männlich EinerMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μονάδα, απλό σκιφ μονάδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Einer Mathematik | μαθηματικάMATH Einer Mathematik | μαθηματικάMATH απλό σκιφNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Einer Ruderboot Einer Ruderboot