Decke
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κουβέρταFemininum, weiblich | θηλυκό fDecke BettdeckeσκέπασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nDecke BettdeckeκάλυμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nDecke BettdeckeDecke Bettdecke
- οροφήFemininum, weiblich | θηλυκό fDecke ZimmerdeckeταβάνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nDecke ZimmerdeckeDecke Zimmerdecke
ejemplos
- er steckte mit den Bankräubern unter einer Decke in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigσυνεργάστηκε με τους ληστές της τράπεζας
- mir fällt die Decke auf den Kopf, ich brauche dringend Abwechslung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigδε με χωράει το σπίτι, χρειάζομαι επειγόντως αλλαγή