Traducción Griego-Alemán para "δουλειά"

"δουλειά" en Alemán

δουλειά
[ðuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Arbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    δουλειά εργασία
    δουλειά εργασία
  • Jobαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    δουλειά ευκαιριακή
    δουλειά ευκαιριακή
  • Berufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    δουλειά επάγγελμα
    δουλειά επάγγελμα
  • Angelegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    δουλειά υπόθεση
    δουλειά υπόθεση
  • Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    δουλειά εμπορική
    δουλειά εμπορική
ejemplos
  • δουλειές
    Handelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    δουλειές
  • (δεν) έχω δουλειά
    (nichts) zu tun haben
    (δεν) έχω δουλειά
  • πάω στη δουλειά
    zur Arbeit gehen
    πάω στη δουλειά
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
ιδανική δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
Traumberufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ιδανική δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
ψάχνει δουλειά
er/sie ist auf Arbeitssuche, er/sie sucht Arbeit
ψάχνει δουλειά
μαθαίνω τη δουλειά σε κάποιον
jemanden einarbeiten
μαθαίνω τη δουλειά σε κάποιον
μετά τη δουλειά
nach der Arbeit
μετά τη δουλειά
πεθαίνω στη δουλειά
sich abrackern, sich totarbeiten
πεθαίνω στη δουλειά
στρώνομαι στη δουλειά
sich an die Arbeit machen
στρώνομαι στη δουλειά
δεύτερη δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nebenjobαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δεύτερη δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
ψοφώ στη δουλειά οικείο | umgangssprachlichοικ
sich abrackern
ψοφώ στη δουλειά οικείο | umgangssprachlichοικ
αντρική δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
Männersacheθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντρική δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
αφού έχασε τη δουλειά του πήρε την κάτω βόλτα
nachdem er seinen Job verloren hat, ist er auf die schiefe Bahn geraten
αφού έχασε τη δουλειά του πήρε την κάτω βόλτα
κακότεχνη δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
Machwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κακότεχνη δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
τα έκανα θάλασσα στη δουλειά
ich habe bei der Arbeit Mist gebaut
τα έκανα θάλασσα στη δουλειά
πνίγομαι στη δουλειά
alle Hände voll zu tun haben
πνίγομαι στη δουλειά
μαθαίνω τη δουλειά
μαθαίνω τη δουλειά
μπελαλίδικη δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
Tüftelarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
μπελαλίδικη δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξεκινώ τη δουλειά
sich an die Arbeit setzen
ξεκινώ τη δουλειά
η δουλειά μου μου κάθεται στο λαιμό οικείο | umgangssprachlichοικ
mir hängt mein Job zum Hals raus
η δουλειά μου μου κάθεται στο λαιμό οικείο | umgangssprachlichοικ

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: