„στρώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στρώνομαι [ˈstronome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich an die Arbeit machen ejemplos στρώνομαι στη δουλειά sich an die Arbeit machen στρώνομαι στη δουλειά