„geschäftlich“: Adjektiv geschäftlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) εμπορικός, επαγγελματικός εμπορικός, επαγγελματικός geschäftlich geschäftlich ejemplos ich bin geschäftlich hier είμαι εδώ για δουλειές ich bin geschäftlich hier