„θάλασσα“: θηλυκό θάλασσα [ˈθalasa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Meer, See Meerουδέτερο | Neutrum, sächlich n θάλασσα Seeθηλυκό | Femininum, weiblich f θάλασσα θάλασσα ejemplos τα κάνω θάλασσα alles durcheinanderbringen τα κάνω θάλασσα τα έκανα θάλασσα στη δουλειά ich habe bei der Arbeit Mist gebaut τα έκανα θάλασσα στη δουλειά με πιάνει ή πειράζει η θάλασσα seekrank werden με πιάνει ή πειράζει η θάλασσα στην ανοιχτή θάλασσα auf offener See στην ανοιχτή θάλασσα θάλασσα λουλουδιών Blumenmeerουδέτερο | Neutrum, sächlich n θάλασσα λουλουδιών θάλασσα φωτός Lichtermeerουδέτερο | Neutrum, sächlich n θάλασσα φωτός ocultar ejemplosmostrar más ejemplos