μισθός
[misˈθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- μισθός
- Soldαρσενικό | Maskulinum, männlich mμισθός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατμισθός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
ejemplos
- μισθός πείναςHungerlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m