υψηλότατος
[ipsiˈlotatos], υψηλότατη, υψηλότατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- υψηλότατος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSpitzengehaltουδέτερο | Neutrum, sächlich nSpitzenlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Υψηλοτάτη!(Eure) Hoheit!