αρχικός
[arçiˈkos], αρχική, αρχικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ursprünglichαρχικόςαρχικός
- anfänglich, Anfangs-αρχικόςαρχικός
ejemplos
- αρχική δημόσια προσφοράθηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομία | WirtschaftοικονBörsengangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- αρχική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich fAusgangslageθηλυκό | Femininum, weiblich fAusgangspositionθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos