κεφάλαιο
[kjeˈfaleo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kapitalουδέτερο | Neutrum, sächlich nκεφάλαιο δυναμικό, πλεονέκτημακεφάλαιο δυναμικό, πλεονέκτημα
- Kapitelουδέτερο | Neutrum, sächlich nκεφάλαιο βιβλίουκεφάλαιο βιβλίου
ejemplos
- κεφάλαιο επιχείρησηςFirmenkapitalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κεφάλαιο κίνησηςBetriebskapitalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κεφάλαιο προς επένδυσηAnlagekapitalουδέτερο | Neutrum, sächlich n