φάση
[ˈfasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Stadiumουδέτερο | Neutrum, sächlich nφάση εξελικτικό στάδιοφάση εξελικτικό στάδιο
- Phaseθηλυκό | Femininum, weiblich fφάση φυσ ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρφάση φυσ ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
ejemplos
- φάσεις της σελήνηςMondphasenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- φάση REMREM-Phaseθηλυκό | Femininum, weiblich f