πραγματικός
[praɣmatiˈkos], πραγματική, πραγματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- wirklich, tatsächlichπραγματικόςπραγματικός
- reellπραγματικός μαθηματικά | Mathematikμαθ φυσπραγματικός μαθηματικά | Mathematikμαθ φυσ
ejemplos
- πραγματικά περιστατικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplTatbestandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- πραγματικός μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mEffektivlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos