Traducción Griego-Alemán para "χρόνος"

"χρόνος" en Alemán

χρόνος
[ˈxronos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <πληθυντικός | Pluralpl; και | undκ. τα χρόνια>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρόνος
    χρόνος
  • Jahrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    χρόνος έτος
    χρόνος έτος
  • Tempusουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    χρόνος γραμματική | Grammatikγραμμ
    Zeitformθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρόνος γραμματική | Grammatikγραμμ
    χρόνος γραμματική | Grammatikγραμμ
  • Taktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    χρόνος μουσ
    χρόνος μουσ
ejemplos
  • δεν έχω χρόνο
    keine Zeit haben
    δεν έχω χρόνο
  • ο χρόνος πιέζει
    die Zeit drängt
    ο χρόνος πιέζει
  • του χρόνου
    nächstes Jahr
    του χρόνου
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
αφηγηματικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Erzählzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
αφηγηματικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρεκόρ
Rekordzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρεκόρ
προσδόκιμος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζωής
Lebenserwartungθηλυκό | Femininum, weiblich f
προσδόκιμος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζωής
ανεκμετάλλευτος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Leerlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ανεκμετάλλευτος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ελεύθερος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Freizeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ελεύθερος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πραγματικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Echtzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
πραγματικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
παρελθοντικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Vergangenheitsformθηλυκό | Femininum, weiblich f
παρελθοντικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ο χρόνος πιέζει
die Zeit drängt
ο χρόνος πιέζει
καλύτερος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Bestzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
καλύτερος χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
παροντικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Gegenwartsformθηλυκό | Femininum, weiblich f
παροντικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: