παροντικός
[parontiˈkos], παροντική, παροντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- gegenwärtig.παροντικόςπαροντικός
ejemplos
- παροντικός χρόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m γραμματική | GrammatikγραμμGegenwartsformθηλυκό | Femininum, weiblich f