συλλογικός
[silojiˈkos], συλλογική, συλλογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- συλλογική ανεξαρτησίαθηλυκό | Femininum, weiblich fTarifautonomieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συλλογική διαπραγμάτευσηθηλυκό | Femininum, weiblich fTarifverhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συλλογική σύμβασηθηλυκό | Femininum, weiblich fTarifabschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mTarifvertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos