„schmackhaft“: Adjektiv schmackhaftAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) νόστιμος, γευστικός, εύγευστος νόστιμος, γευστικός, εύγευστος schmackhaft schmackhaft ejemplos jemandem etwas schmackhaft machen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig παρουσιάζω κάτι με ελκυστικό τρόπο σε κάποιον jemandem etwas schmackhaft machen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig