γευστικός
[jefstiˈkos], γευστική, γευστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- schmackhaft, köstlichγευστικόςγευστικός
ejemplos
- γευστικοί κάλυκεςπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplGeschmacksknospenπληθυντικός | Plural pl