„köstlich“: Adjektiv köstlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) θαυμάσιος, υπέροχος, γευστικός, εύγευστος, νόστιμος εξαίσιος, νόστιμος θαυμάσιος, υπέροχος köstlich allgemein | γενικάallgemein köstlich allgemein | γενικάallgemein γευστικός, εύγευστος, νόστιμος köstlich Speise köstlich Speise εξαίσιος köstlich Wein köstlich Wein νόστιμος köstlich Witz köstlich Witz