„delikat“: Adjektiv delikatAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) νόστιμος, εκλεκτός, λεπτός, εκλεκτός, λεπτός, δύσκολος δύσκολος νόστιμος, εκλεκτός delikat lecker delikat lecker λεπτός, εκλεκτός delikat auserlesen delikat auserlesen λεπτός, δύσκολος delikat heikel delikat heikel δύσκολος delikat eigen, empfindlich delikat eigen, empfindlich