appetitlich
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ορεκτικόςappetitlichappetitlich
- λαχταριστόςappetitlich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigappetitlich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig