σχολικός
[sxoliˈkos], σχολική, σχολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
-
- σχολική γιορτήθηλυκό | Femininum, weiblich fKlassenfestουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchulfeierθηλυκό | Femininum, weiblich fSchulfestουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σχολική εκδρομήθηλυκό | Femininum, weiblich fKlassenausflugαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchulausflugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos