στέγη
[ˈsteji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Dachουδέτερο | Neutrum, sächlich nστέγη σκεπήστέγη σκεπή
- Obdachουδέτερο | Neutrum, sächlich nστέγη καταφύγιοστέγη καταφύγιο
- Unterkunftθηλυκό | Femininum, weiblich fστέγη για να μείνω λίγοBleibeθηλυκό | Femininum, weiblich fστέγη για να μείνω λίγοστέγη για να μείνω λίγο