„φοίτηση“: θηλυκό φοίτηση [ˈfitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Studium, Studienzeit, Besuch Studiumουδέτερο | Neutrum, sächlich n (σε an+δοτική | +Dativ +dat) φοίτηση σπουδές φοίτηση σπουδές Studienzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f φοίτηση διάρκεια σπουδών φοίτηση διάρκεια σπουδών Besuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m φοίτηση στο σχολείο φοίτηση στο σχολείο