„λεωφορείο“: ουδέτερο λεωφορείο [leofoˈrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bus (Auto-)Busαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεωφορείο λεωφορείο ejemplos αστικό/υπεραστικό λεωφορείο Stadt-/Regionalbusαρσενικό | Maskulinum, männlich m αστικό/υπεραστικό λεωφορείο με το λεωφορείο mit dem Bus με το λεωφορείο λεωφορείο γραμμής Linienbusαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεωφορείο γραμμής