μαχητικός
[maçitiˈkos], μαχητική, μαχητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- kämpferischμαχητικόςμαχητικός
ejemplos
- μαχητική δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich f στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατSchlagkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαχητικό αεροσκάφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nKampfflugzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n