δύναμη
[ˈðinami]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- δύναμη γεν
- Machtθηλυκό | Femininum, weiblich fδύναμη επιρροή, εξουσία πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατδύναμη επιρροή, εξουσία πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Potenzθηλυκό | Femininum, weiblich fδύναμη μαθηματικά | Mathematikμαθδύναμη μαθηματικά | Mathematikμαθ