„Schlagkraft“: Femininum, weiblich SchlagkraftFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) δύναμη κρούσης, μαχητική δύναμη δύναμηFemininum, weiblich | θηλυκό f κρούσης Schlagkraft Schlagkraft μαχητική δύναμηFemininum, weiblich | θηλυκό f Schlagkraft Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Schlagkraft Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL