„kämpferisch“: Adjektiv kämpferischAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αγωνιστικός, μαχητικός αγωνιστικός, μαχητικός kämpferisch kämpferisch