„kräftig“: Adjektiv kräftigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) γερός, δυνατός, ισχυρός, έντονος γερός, δυνατός, ισχυρός kräftig kräftig έντονος kräftig Geruch, Stimme kräftig Geruch, Stimme