„stabil“: Adjektiv stabilAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) γερός, ανθεκτικός, στερεός, σταθερός, ευσταθής, σταθερός γερός γερός, ανθεκτικός, στερεός, σταθερός stabil haltbar, fest stabil haltbar, fest ευσταθής stabil stabil σταθερός, γερός stabil Währung, Gesundheit stabil Währung, Gesundheit