Traducción Griego-Alemán para "εν"
"εν" en Alemán
εξουσιοδοτώ κάποιον εν λευκώ
jemandem eine Blankovollmacht erteilen
εξουσιοδοτώ κάποιον εν λευκώ
πράξη εν βρασμώ ψυχής
Affekthandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
πράξη εν βρασμώ ψυχής
Patientenverfügungθηλυκό | Femininum, weiblich f
εν πάση περιπτώσει
wie auch immer.
εν πάση περιπτώσει
εν όψει
angesichts (gen/gen)
εν όψει
επιταγή εν λευκώ
Blankoscheckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επιταγή εν λευκώ
Lebendspenderinθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lebendspenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πίστωση εν λευκώ
Blankokreditαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πίστωση εν λευκώ
εν πάση περιπτώσει
εν πάση περιπτώσει
εν ανάγκη
εξουσιοδότηση εν λευκώ
Blankovollmachtθηλυκό | Femininum, weiblich f
εξουσιοδότηση εν λευκώ
Serienschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f