εξουσιοδοτώ
[eksusioðoˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- bevollmächtigenεξουσιοδοτώεξουσιοδοτώ
- autorisierenεξουσιοδοτώ εγκρίνωεξουσιοδοτώ εγκρίνω
- berechtigenεξουσιοδοτώ δίνω το δικαίωμαεξουσιοδοτώ δίνω το δικαίωμα
ejemplos
- εξουσιοδοτώ κάποιον εν λευκώjemandem eine Blankovollmacht erteilen