Traducción Griego-Alemán para "αγορά"

"αγορά" en Alemán

αγορά
[aɣoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Kaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αγορά απόκτηση
    Einkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αγορά απόκτηση
    Ankaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αγορά απόκτηση
    αγορά απόκτηση
  • Markt(platz)αρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αγορά ανοικτός χώρος
    αγορά ανοικτός χώρος
  • Markt(halle)Maskulinum mit Femininendung in Klammern m(f)
    αγορά στεγασμένος χώρος
    αγορά στεγασμένος χώρος
  • Marktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αγορά εμπόριο | Handelεμπ
    αγορά εμπόριο | Handelεμπ
ejemplos
  • αγορά εργασίας
    Arbeitsmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αγορά εργασίας
  • αγορά εργασίας
    Stellenbörseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αγορά εργασίας
  • αγορά κατοικίας
    Hauskaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αγορά κατοικίας
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
παγκόσμιος ηγέτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m στην αγορά
Weltmarktführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
παγκόσμιος ηγέτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m στην αγορά
προωθώ στην αγορά
προωθώ στην αγορά
βγάζω κάτι στην αγορά
βγάζω κάτι στην αγορά
εσωτερική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
Inlandsmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εσωτερική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηγέτης στην αγορά
Marktführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ηγέτης στην αγορά
αγροτική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
Agrarmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αγροτική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηγέτιδα στην αγορά
Marktführerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηγέτιδα στην αγορά
φιλανθρωπική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
Wohltätigkeitsbazarαρσενικό | Maskulinum, männlich m
φιλανθρωπική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
προώθηση στην αγορά
Vermarktungθηλυκό | Femininum, weiblich f
προώθηση στην αγορά
λαχειοφόρος αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lotterieθηλυκό | Femininum, weiblich f
λαχειοφόρος αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
έκπτωση με την αγορά μεγάλης ποσότητας
Mengenrabattαρσενικό | Maskulinum, männlich m
έκπτωση με την αγορά μεγάλης ποσότητας
νέα αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuanschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
χονδρική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
Großeinkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χονδρική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: