Traducción Griego-Alemán para "σ"

"σ" en Alemán

ορκίζομαι
[orˈkjizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • schwören (σε bei)
    ορκίζομαι
    beschwören (ότι dass)
    ορκίζομαι
    ορκίζομαι
  • geloben
    ορκίζομαι υπόσχομαι
    ορκίζομαι υπόσχομαι
ejemplos
  • (σ)το ορκίζομαι!
    ich schwör’s!
    (σ)το ορκίζομαι!
λίπανση
[ˈlipansi]θηλυκό | Femininum, weiblich f <-σεως>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Einölenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    λίπανση μηχανής
    Einfettungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λίπανση μηχανής
    Schmierungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λίπανση μηχανής
    λίπανση μηχανής
  • Düngungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λίπανση χωραφιού
    λίπανση χωραφιού
αγαπώ
[aɣaˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • lieben
    αγαπώ γεν
    αγαπώ γεν
  • (gern) mögen, gern haben
    αγαπώ μ’ αρέσει
    αγαπώ μ’ αρέσει
ejemplos
σ’
[s]

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • σ’ → ver „σε
    σ’ → ver „σε
μια και
[mja(s) kje]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konj

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • da … einmal
    μια(ς) και αφού
    μια(ς) και αφού
σλάιντ
[ˈslait(s)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Diaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    σλάιντ(ς) φωτογραφία | Fotografieφωτο
    σλάιντ(ς) φωτογραφία | Fotografieφωτο
μικροφίλμ
[mikroˈfilm]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Mikrofilmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μικροφίλμ
    μικροφίλμ
πιάνω
[ˈpjano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • nehmen, greifen nach
    πιάνω παίρνω
    πιάνω παίρνω
  • (fest)halten
    πιάνω κρατώ
    πιάνω κρατώ
  • anfassen
    πιάνω αγγίζω
    πιάνω αγγίζω
  • packen
    πιάνω αρπάζω
    πιάνω αρπάζω
  • aufnehmen
    πιάνω δουλειά
    πιάνω δουλειά
  • mitkriegen
    πιάνω καταλαβαίνω οικείο | umgangssprachlichοικ
    πιάνω καταλαβαίνω οικείο | umgangssprachlichοικ
  • anfangen
    πιάνω αρχίζω
    πιάνω αρχίζω
  • einquetschen, einklemmen
    πιάνω μαγκώνω
    πιάνω μαγκώνω
  • mieten
    πιάνω νοικιάζω
    πιάνω νοικιάζω
  • schnappen
    πιάνω δραπέτη, κλέφτη
    πιάνω δραπέτη, κλέφτη
  • fangen
    πιάνω μπάλα
    πιάνω μπάλα
  • erwischen
    πιάνω κλέφτη
    πιάνω κλέφτη
  • packen
    πιάνω φόβος
    πιάνω φόβος
  • besetzen, belegen
    πιάνω θέση, κάθισμα
    πιάνω θέση, κάθισμα
  • reservieren
    πιάνω θέση, δωμάτιο
    πιάνω θέση, δωμάτιο
  • einnehmen
    πιάνω για χώρο
    πιάνω για χώρο
  • schließen
    πιάνω φιλία
    πιάνω φιλία
  • empfangen
    πιάνω στο ραδιόφωνο
    πιάνω στο ραδιόφωνο
  • fühlen
    πιάνω σφυγμό
    πιάνω σφυγμό
ejemplos
  • σ’ έπιασα! οικείο | umgangssprachlichοικ
    σ’ έπιασα! οικείο | umgangssprachlichοικ
  • τι σ’ έπιασε; οικείο | umgangssprachlichοικ
    was hast du auf einmal?
    τι σ’ έπιασε; οικείο | umgangssprachlichοικ
  • το ’πιασες; οικείο | umgangssprachlichοικ
    hast du es kapiert?
    το ’πιασες; οικείο | umgangssprachlichοικ
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
ανάμεσα
[aˈnamesa]επίρρημα | Adverb adv

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

ejemplos
  • ανάμεσα σε
    ανάμεσα σε
  • ανάμεσα σε
    unter
    ανάμεσα σε
  • ανάμεσα σ’ άλλα
    unter anderem
    ανάμεσα σ’ άλλα
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
αυτόπτης
[afˈtoptis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

ejemplos
  • αυτόπτης μάρτυ(ρα)ς
    Augenzeugeαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Augenzeuginθηλυκό | Femininum, weiblich f
    αυτόπτης μάρτυ(ρα)ς