Augenzeuge
Maskulinum, männlich | αρσενικό m, AugenzeuginFemininum, weiblich | θηλυκό fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- αυτόπτης μάρτυ(ρα)ςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fAugenzeugeAugenzeuge